αγραυλής

αγραυλής
ἀγραυλής, -ές (Α)
αυτός που βρίσκεται στους αγρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός + αὐλή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αλκίππη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεραπαινίδα της Ελένης και του Μενέλαου μαζί με την Αδράστη και τη Φυλώ. 2. Κόρη του γίγαντα Αλκυονέα, που γκρεμίστηκε μαζί με τις αδελφές της από το ακρωτήριο Καναστραίο της Παλλήνης, από λύπη για τον θάνατο του… …   Dictionary of Greek

  • Μυννίων — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος γλύπτης. Καταγόταν από το δήμο Αφρυλής ή Αγραυλής της Αττικής. Μαζί με άλλους επτά καλλιτέχνες, πήρε μέρος στην εκτέλεση των αναγλύφων της ζωφόρου του Ερεχθείου …   Dictionary of Greek

  • ἀγραυλέι — ἀγραυλέϊ , ἀγραυλής in the fields dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”